κτίσιμο

κτίσιμο
και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν])
ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο τού σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)
2. ίδρυση, θεμελίωση
3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο τού παραθύρου θα κόψει το κρύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- (πρβλ. -κτισ-α αόρ. τού κτίζω) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο, λύσ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κτίσιμο — κτίσιμο, το και χτίσιμο, το τοιχοδομία, ανέγερση οικοδομής, θεμελίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτιστικός — ή, ό (AM κτιστικός, ή, όν) [κτίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτίση ή στο κτίσιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτιστικά η αμοιβή τού κτίστη, τα εργολαβικά τών κτιστών, οι συνολικές δαπάνες για το κτίσιμο μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κτίση — η (AM κτίσις) [κτίζω] 1. κτίσιμο, ίδρυση, θεμελίωση, ανέγερση («η κτίση τής Ρώμης» η ίδρυση τής Ρώμης ως αφετηρία χρονολόγησης που χρησιμοποιήθηκε από Λατίνους συγγραφείς και απαντά σε επιγραφές και η οποία, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

  • κτίσμα — το (AM κτίσμα) [κτίζω] 1. ό,τι έχει κτιστεί, οικοδόμημα (α. «η πόλη έχει πολλά ωραία κτίσματα» β. «είναι κτίσμα τής αρχαίας εποχής») 2. δημιούργημα, πλάσμα («εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῡ κτισμάτων», ΠΔ) μσν. κτίσιμο μσν. αρχ. ίδρυση,… …   Dictionary of Greek

  • κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • κτιστός — ή, ό (AM κτιστός, ή, όν) [κτίζω] κτισμένος, οικοδομημένος νεοελλ. κατασκευασμένος με τοιχοποιία μσν. αρχ. 1. δημιουργημένος, πλασμένος από τον θεό 2. υλικός, υπαρκτός αρχ. σφυρηλατημένος, επεξεργασμένος, δουλεμένος. επίρρ... κτιστά (AM κτιστῶς)… …   Dictionary of Greek

  • μαντίλωμα — το συν. στον πληθ. τα μαντιλώματα έθιμο κατά το οποίο ο ιδιοκτήτης ανεγειρόμενου σπιτιού και οι συγγενείς του προσφέρουν στους μαστόρους μαντίλια και άλλα δώρα, μόλις τελειώσει το κτίσιμο τών τοίχων, αλλ. δωρίσματα, χαρίσματα κ.ά …   Dictionary of Greek

  • ματζακάνα — η πέτρα για κτίσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzacane] …   Dictionary of Greek

  • μπατικός — ή, ό, θηλ. και ιά 1. (για πέτρα ή τούβλο) αυτός που τοποθετείται έτσι ώστε να καλύπτει ολόκληρο το πάχος τού τοίχου 2. (για κτίσιμο) αυτός που γίνεται με τον παραπάνω τρόπο 3. (για τοίχο) αυτός που είναι κτισμένος με τον τρόπο αυτό 4. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”